Στις 15 Ιουλίου 1930 γεννιέται ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της μεταπολεμικής περιόδου του 20ου αιώνα, ο Aλγερινός ακαδημαϊκός και φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά, ο οποίος προσπάθησε να ερμηνεύσει τα αδιέξοδα στα οποία είχε περιέλθει η δυτική σκέψη , ως αδιέξοδα τα οποία οφείλονται στην κατάχρηση της γλώσσας ενώ βρίσκονται σε απόσταση από τα πραγματικά νοήματα της σκέψης. Γεννήθηκε στο Ελ Μπιάρ της Αλγερίας και από μικρός δημοσίευε ποιήματά του σε περιοδικά,από το 1952 έως το 1956 σπούδασε στο Ecole Normale Superieure, απ' όπου και πήρε το πτυχίο του στη φιλοσοφία, καθηγητής του ήταν ο Λουί Αλτουσέρ.Παράλληλα έλαβε πτυχίο Φιλοσοφίας, Εθνολογίας και Γραμμάτων από τη Σορβόννη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του είχε την ευκαιρία να συνδεθεί στενά με κορυφαίους διανοητές, όπως ο Μπουρντιέ και ο Μισέλ Φουκώ. Στα δύο αυτά Πανεπιστήμια διετέλεσε αργότερα καθηγητής φιλοσοφίας.
Η θεωρία της «αποδόμησης», αποτελεί μια από τις πιο γνωστές αλλά και αμφιλεγόμενες λογοτεχνικές θεωρίες που απασχόλησαν τον 20ο αιώνα κυρίως ως προς την εγκυρότητα των συμπερασμάτων τα οποία κατέληξε ο Ζακ Ντεριντά,
βρήκε πολλούς υπερασπιστές αλλά και πολλούς επικριτές. Ο Ντεριντά αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των μεταναστών στη Γαλλία, κατά του καθεστώτος των φυλετικών διακρίσεων της Νότιας Αφρικής και για την αποφυλάκιση αντικαθεστωτικών στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία.Πέθανε στις 9 Οκτωβρίου του 2004.
Το μεταμοντέρνο και η σκέψη του Ζακ Ντερριντά
Δυο σημαντικά πολιτισμικά εμφανίζονται κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα. Η μετανεωτερικότητα, η οποία επικεντρώνεται στα κοινωνικά και πολιτικά τεκταινόμενα του δυτικού κόσμου, καθώς και τις καινοτομίες σε διεθνές επίπεδο από το 1960 και μετά.
Ο μεταμοντερνισμός από την άλλη, είναι το πολιτισμικό και πνευματικό φαινόμενο το οποίο εμφανίζεται στην τέχνη, την δεκαετία του 1920, αποτελείται από ένα πλέγμα θέσεων και η αφετηριακή του ιδέα είναι η κριτική του Φρίντριχ Νίτσε στον Διαφωτισμό και στην ορθολογική του στάση . «Yπάρχουν πολλών ειδών "αλήθειες" επομένως δεν υπάρχει αλήθεια» πίστευε ο Νίτσε, ιδέα που επηρέασε και είχε μεγάλη απήχηση στο έργο του Ντεριντά και στη θεωρία που ανέπτυξε και εξέφρασε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, σε αυτή την προσέγγιση αναπτύσσεται η θεωρία της αποδομητικής ανάγνωσης η οποία απορρίπτει προηγούμενες θέσεις σχετικά με την ύπαρξη σχέσης μεταξύ γλώσσας και νοήματος, μεταξύ αφήγησης και αντικειμενικής πραγματικότητας. Η θεωρία της αποδόμησης διερευνά την πιθανή ασάφεια και αντίφαση στο νόημα του κειμένου και φιλοδοξεί να αποκαλύψει τα σύνθετα επίπεδα νοήματος που έχουν διεισδύσει στη γλώσσα.
Ο Ντεριντά φθάνει στο συμπέρασμα ότι οι λέξεις έχουν ένα συγκεχυμένο πλαίσιο αναφοράς, χωρίς απόλυτη επαφή με την πραγματικότητα και οι απαντήσεις βρίσκονται στις ίδιες της ερωτήσεις που εγείρουν τα κείμενα, χρησιμοποιώντας την αποδόμηση, στέκεται απέναντι στην εύκολη ερμηνεία που τα ίδια τα κείμενα υποβάλλουν. Πρότασσε την σημαντικότητα της γραφής και όχι του λόγου και για αυτόν τα κείμενα έχουν λογοτεχνική αξία ενώ απόκλειε την ερμήνευση της γραφής σε σχέση με μια οποιαδήποτε αντικειμενοποιημένη ανάδυση νοημάτων.
Συγκεκριμένα κατά τον Ντεριντά, η δυτική σκέψη, φιλοσοφική και καθημερινή, είναι δομημένη στη βάση ορισμένων θεμελιωδών εννοιών τις οποίες θεωρούσε διφορούμενες όπως εκείνες του καλού και κακού, είναι και μηδέν, παρουσίας και απουσίας, αλήθειας και ψεύδους, ταυτότητας και διαφοράς.
Βασικές έννοιες στη σκέψη του Ζακ Ντεριντά
«διαφωρά» - differance
O νεολογισμός του Ζακ Ντεριντά, «διαφωρά»(differance), ομόηχη με τη λέξη διαφορά, περιγράφει μια λειτουργία της γλώσσας, η οποία κυριαρχείται από λανθάνουσες δίπολες αντιθέσεις της . Σύμφωνα με τον Ζακ Ντεριντά, η παρεχόμενη σημασία ενός κειμένου δεν μπορεί ποτέ να έχει αναφορά σε μια πραγματική «παρουσία» ή σε μια ανεξάρτητη από τη γλώσσα, αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά μπορεί μόνο να την αναδείξει ως λανθάνουσα, αυτό το σημαινόμενο ο Ντεριντά το ονομάζει υπερβατικό. Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο ένα κείμενο να δίνει την εντύπωση ότι έχει μια συμπαγή νοηματόδοτηση, στην πραγματικότητα όμως να αποκτά τη σημασία του εξ αιτίας και μόνο της «διαφωράς» του με τα σημαινόμενα του κειμένου. Ο τελικός καθορισμός των σημαινόμενων ενός κειμένου, βρίσκεται έκθετος εν τέλει κενού περιεχομένου. Η απόλυτη σημασία του κειμένου χάνεται αφού η «διαφωρά» διέπει ολόκληρο το σώμα του κειμένου και αποτελεί αδιάσπαστο στοιχείο του, ταυτόχρονα παραπέμπει σε μια μελλοντική σύνδεση των σημαινομένων. Έχουμε δηλαδή μια συνεχή αναβολή της σύνδεσης του σημαινόμενου(signified) με τα σημαινόμενα(signifier) του, τα οποία όμως γίνονται γνωστά μόνο εξαιτίας της διαφοροποίησής τους από τα σημαινόμενα του κειμένου αλλά ποτέ κάθε αυτά μόνα τους. Το επακόλουθο, σύμφωνα με τον Ζακ Ντεριντά, είναι ότι ποτέ δεν μπορούμε να έχουμε ένα πάγιο και προσδιορίσιμο παρόν νόημα. Σε τελική ανάλυση, η γραφή λειτουργεί ως μια οιονεί υπόμνηση σε μια δυνατότητα μελλοντικής σύνδεσης των σημαινομένων για να παραχθεί τελικά το νόημα.
Η «διαφωρά» συνδέεται με τον χώρο, ενώ η αναβολή, η παραπομπή δηλαδή σε μια μελλοντική σύνδεση των σημαινομένων με τον χρόνο. Ο Ντεριντά κατανοεί αυτή τη «διαφωρά», δηλαδή τον δυισμό που παράγει η αναβολή μέσα στον παρόντα χρόνο, ως τόπο ανάδυσης της γραφής.
αποδόμηση
Όρος της Ντεριντιανής σκέψης, η αποδόμηση εννοείται εκείνη η μέθοδος ανάγνωσης σύμφωνα με την οποία αναδεικνύονται οι αντιφάσεις που διέπουν το κείμενο ως αποτέλεσμα της «διαφωράς» του. Ο Ντεριντά θέλοντας να μεταφράσει τον όρο Χαντεγκεριανό όρο «Destruktion» χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον όρο «αποδόμηση» για τη δική του θεματολογία.
Ο J. Hillis Miller, διαπρεπής Αμερικανός που ανάλυσε την αποδόμηση, εξηγεί σε ένα δοκίμιό του, "αποδόμηση δεν είναι το να αποσυναρμολογήσεις τη δομή ενός κειμένου, αλλά μία υπόδειξη ότι το ίδιο το κείμενο έχει αποσυναρμολογήσει τον εαυτό του. Αυτό που φαίνεται ως η συμπαγής του βάση δεν είναι βράχος, αλλά αέρας". Αυτό σημαίνει ότι τα κείμενα εκ των πραγμάτων περιέχουν εγγενείς αδυναμίες ώστε από μόνες τους να γίνονται ανίκανες να καταστούν λογικές μονάδες δόμησης νοημάτων. Στην αποδόμηση, το νόημα του κειμένου δεν υπάρχει καθ’ αυτό μέσα στο κείμενο παρά γίνεται γνωστό μέσω της «διαφωράς» του.Αυτό σημαίνει ότι, εξ αρχής, η γλώσσα είναι αυθαίρετη αλλά και οι αξιώσεις και προθέσεις ενός κειμένου για αλήθεια βρίσκονται αντιμέτωπες από τις ίδιες τις αντιφάσεις του κειμένου, έτσι το τελικό νόημα να καταντάει νεφελώδες. Η αποδόμηση δείχνει ότι η υποτιθέμενη σταθερότητα του νοήματος ενός κειμένου δεν υπάρχει, το νόημα του κειμένου δεν είναι πεπερασμένο και όλα εξαρτώνται από τα παιχνίδια της γλώσσας.
Η πρώτη εφαρμογή της αποδόμησης του Ντεριντά είναι το "Ομιλία και Φαινόμενα", όπου ο Ντεριντά ασκεί κριτική στη φιλοσοφία του Χούσερλ.
λογοκεντρισμός
Ο Ντεριντά πίστευε ότι η δυτική σκέψη προσβλήθηκε μετά τον Πλάτωνα από την ασθένεια που την ονόμασε «λογοκεντρισμό». Ο «λογοκεντρισμός» αναφέρεται στην τάση να θεωρεί το Λόγο( ως ομιλία και λογικό συσχετισμό) βασικό σημείο αναζήτησης τη αλήθειας είτε αυτή αναφέρεται στην δομή του όντος είτε στην ανθρώπινη δημιουργία. Σύμφωνα με τον Ζακ Ντεριντά, ο λογοκεντρισμός εμφανίζεται στα έργα μεγάλων στοχαστών με πρώτο τον Πλάτωνα, αλλά και του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, του Φερντινάν ντε Σωσσύρ και του Κλοντ Λεβί-Στρος.Ο λογοκεντρισμός υποστηρίζει την υπεροχή του σημαινόμενου (signified) έναντι του σημαίνοντος (signifier), θεωρώντας το σημαινόμενο ως κάτι καθαρότερο ή αγνότερο, καθώς και την υπεροχή του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου, υπό την έννοια ότι η αλήθεια αντικατοπτρίζεται στον Λόγο η οποία προηγείται και είναι ανεξάρτητη από την απεικόνιση της μέσω των γλωσσικών σημείων. Έτσι ο λογοκεντρισμός ταυτίζεται εν μέρει με τον φωνοκεντρισμό (phonocentrism), ο οποίος αναφέρεται στην υπερίσχυση του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου. Για τον Ντεριντά, ο λογοκεντρισμός είναι η επιδίωξη της δυτικής σκέψης για ένα κέντρο, ένα σταθερό σημείο αναφοράς ή για μια πρωταρχική ενότητα όλων των σημασιών και εμφανίζεται στα βασικότερα έργα της δυτικής σκέψης, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, το γεγονός ότι η μεταμοντερνισμός στράφηκε εναντίον τόσο του χριστιανισμού όσο και του μαρξισμού, ρεύματα της σκέψης τα οποία είχαν σαν σταθερό θεμέλιο ανάπτυξης τους τον Λόγο είτε στη μεταφυσική του εκδοχή είτε ως ξεδίπλωμα της ανθρωπινής δημιουργίας. Ο όρος λογοκεντρισμός χρησιμοποιήθηκε από τον φιλόσοφο Λούντβιγκ Κλάγκες (Ludwig Klages) τη δεκαετία του 1920.
Ο Ντεριντά προσάπτει, επίσης στη δυτική σκέψη ότι δεν αναγνωρίζει επαρκώς το γεγονός ότι ο λογοκεντρισμός μπορεί να προωθήσει τον εθνικισμό καθώς ενθαρρύνει την μυθολογία για την καταγωγή της γλώσσας και διαιωνίζει την παρανόηση για τη σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου.
Επίλογος
Το μεταμοντέρνο ως συγκροτημένο ρεύμα της αστικής σκέψης έχει τις πολιτικές και φιλοσοφικές ρίζες του στην δυτικοευρωπαϊκή σκέψη του 20ου αιώνα και στην διαμάχη ανάμεσα στη φιλοσοφία και την επιστήμη. Η σύλληψη της πραγματικότητας με την άρνηση συστημάτων τα οποία κυριαρχούνται από μια ολιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας (λογοκεντρισμός) αποτέλεσε το βασικό γνώρισμα της σκέψης του. Ο Ζακ Ντεριντά με το έργο του απέδειξε ότι η δυτική σκέψη βασίζεται σε μια σειρά από παρανοήσεις της γλώσσας χωρίς να θεμελιώνεται σε αντικειμενικές αντανακλάσεις της πραγματικότητας. Μέσα από ένα σύστημα αντιτιθέμενων εννοιών, έφτασε στο συμπέρασμα ότι η σχέση ανάμεσα στα σημαινόμενα και την αναφορά τους, σε ένα ολιστικό σύστημα σκέψης, βρίσκονται σε διάσταση(«διαφωρά») , έτσι η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της θεμελίωσης της δυτικής σκέψης καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ.