"Δύο ψυχές βρεθήκανε στον ποταμό της λήθης
Και κάτσανε στην όχθη, στην αμμουδιά της κοίτης.
Για τις ζωές τους είπανε τις λύπες τις χαρές,
την ήβη τους αναπόλησαν και τις αναποδιές.
Κάτω από του ήλιου τη σκιά δεθήκανε σαν φίλοι,
στου φεγγαριού τη σκοτεινιά ενώθηκαν τα χείλη.
Όσο χρυσόφεγγε η μια, ασήμαινε η άλλη
όσο χτυπούσε η μία καρδιά σπασμόδερνε την άλλη.
Τα είδωλα τους κοίταξαν στου ρεματιού το πέπλο
αντίκριζε το βλέμμα φλογερό, το άδειο και το σκέτο.
Απόρησαν τα κάτοπτρα μ' αυτήν την αλλαγή
έμεινε το κουφάρι άλαλο μέσα στη σιγή.
Δεν έπραξε, δεν κούνησε, βλέφαρο παγερό,
υπέθεσε να δράσει δεν θα βγαίνε καλό.
Γίναν οι ώρες σε εποχές και οι εποχές σε χρόνια
Και το ποτάμι φούντωνε και γέμιζε με χώμα.
Ήρθε η ώρα που ξεχείλισε, πλημμύρισε τα δάση
έπνιξε τις δύο καρδιές και χάθηκαν στη χάση.
Το ρέμα υποχώρησε η βλάστηση αυξάνει
στης όχθης τα πλευρά ένας κισσός εφάνη.
Έμπλεκε ο κισσός και ρίζωνε στου ρόδου το κοτσάνι
Μα οσο μεγαλώνει αυτό, ο βάτος δεν το φτάνει
Και αγκαλιασμένοι ως ήτανε ζιζάνιο το ένα,
Θαρρείς πως δεν γινότανε μονάχο το καθένα"

