"Η αφροντυμένη θάλασσα, του νόστου η ερωμένη,
ήρθεν απόψε υπό το φως του φεγγαριού λουσμένη,
και στο δικό, ασυντρόφευτο μοναχικό κρεβάτι…
Ένοχο στάθηκε φιλί στα χείλη μου τ’ αλάτι.
Ρίγος στο νου μου, στην ψυχή και στο κορμί μου ρίγη,
ώσπου τ’ αχτένιστα μαλλιά της μάζεψε να φύγει.
Δίχως φωνή, ψιθύρισα: «Μόνον αυτό, θυμήσου…
Εντός μου φέρω από τα χτες το τρυφερό φιλί σου».
Ύστερ’ αυτή βυθίστηκε στο πέλαγο κι εχάθη.
Απέμεινα, να την θωρώ που χάνονταν στα βάθη.
Είν’ ο καημός μου, αβάσταγος! Του Έρωτα η παλάμη,
δόλωνε αγκίστρι κι έριχνε στους πόντους το καλάμι."

