Άνεμοι φυσούσαν και ένιωσε να παγώνουν όλα γύρω. Το σώμα της έτρεμε και η καρδιά χτυπούσε δυνατά. Ξύπνησε απότομα και κοίταξε γύρω της. Όνειρο ήταν...
Την πήρε ο ύπνος στον καναπέ και με το παράθυρο ανοιχτό. Τα παιδιά δεν έχουν ξυπνήσει ακόμα. Και αυτος, οάντρας της, ο σύζυγος, ο πως τον λένε, το άλλο της μισό ροχάλιζε του καλού καιρού σαν να μην είχε γίνει τίποτα το προηγούμενο βράδυ.
Σηκώθηκε μηχανικά να αρχίσει να κάνει τα “πρέπει” της κάθε μέρας τα τελευταιά είκοσι χρόνια. Το μουδιασμένο σώμα άρχισε να δαμαρτύρεται χαρίζοντάς της σουβλιές πόνου παντού. Μα πιο πολύ πονάει η ψυχή της. Όχι από τη συμπεριφορά, ούτε από τις προσβολές του, αλλά από τα λόγια της κόρης της.
“Εσύ φταις μαμά” της είπε με επικριτικό ύφος “δικό σου δημιούργημα είναι. Έτσι τον γνώρισες και τον αποδέχτηκες. Είναι αργά να υψώσεις φωνή. Πενηντάρισες. Είναι αργά, είναι αργά”. Αυτές οι λέξεις σκέπασαν 20 χρόνια ζωής.
Στο πέρασμα από το σαλόνι στην κουζίνα ρίχνει ένα βλέμμα στον καθρέφτη στον τοίχο. Τρομάζει με αυτό που αντικρίζει. Δεν είναι αυτή. Στέκεται μπροστά στον καθρέφτη σαν άγαλμα. Πόσες φορές έχει περάσει από δίπλα του, πόσες τον έχει ξεσκονίσει χαϊδεύοντάς τον. Χιλιάδες φορές. Καμία όμως δεν του εχε δώσει σημασία. Δεν την ενδιέφερε ο εαυτός της. Της αρκούσε να βλέπει το χαμόγελο των παιδιών της και ας της έλεγαν πολλές φορές με ύφος “Δεν ξέρεις εσύ, ζεις σε άλλο κόσμο, έξω είναι αλλιώς”. Της αρκούσε να βλέπει τον άντρα της να ευχαριστιέται από το καλομαγειρεμένο φαγητό όταν γυρνούσε από την δουλειά και ας της έλεγε νευριασμένος. “Όλη μέρα κάθεσει τι κάνεις; Εγώ κουράζομαι, δουλεύω για να μη σας λείψει τίποτα γι αυτό μη μιλάς, Σκάσε και άκου.”
Ένας βαθύς αναστεναγμός βγαίνει από μέσα της και τα μάτια βουρκώνουν. Βλέπει την γκριζομάλλα μεσόκοπη γυναίκα στον καθρέφτη απέναντί της και αρχίζει να της μιλάει, να συζητάει μαζί της και να την γεμίζει με πολλά αναπάντητα γιατί.
“Γιατί έγινα έτσι εγώ; Που χάθηκε ο εαυτός μου τόσα χρόνια; Γιατί τα βλέπω όλα σαν υποχρεώσεις; Γιατί δεν είμαι εγώ αυτή στον καθρέφτη;” Σκουπίζει με την παλάμη τα δάκρια που τρέχουν και τα κοιτάζει. Δεν είναι διάφανα, κόκκινα είναι. Το αίμα της είναι. Πόσο βαρύ είναι αυτό το δάκρυ, πόσο σκοτεινό, πόσο φόβο κρύβει μέσα του... Κοιτάζει τον καθρέφτη και σφίγγει τα δόντια μέχρι που νιώθει το σαγόνι της να τρέμει και να πονάει. Να ρίξει μια γροθιά στον καθρέφτη να σπάσει; Γιατί; Που της λέει την αλήθεια; Τώρα που τον έχει μέσα στο σπίτι μέρα και νύχτα εξαιτίας του ιού; Τώρα που μπορεί να σηκώσει το κεφάλι και να σταθεί απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό. Τόσα χρόνια μήπως δεν ζούσε με έναν άλλον ιό; Αυτόν που τον λένε έρωτα; Μόνη της ένιωθε, μόνη της νοσούσε. Πολλά πράγματα ίδια. Από τον ερωτοϊό έτρεχε στο μπάνιο να καθαριστεί από την κτηνώδη βία και μετά ξάπλωνε στο κρεβάτι μαζί με τις σκέψεις της. Από τον κορονοϊό τρέχει ξανά πολλές φορές στο μπάνιο να πλύνει τα χέρια της. Ποια η διαφορά. Το νερό όσο καυτό και αν είναι καθαρίζει μόνο από έξω. Το μέσα της είναι βρόμικο και δεν πλένεται με τίποτα. Το μέσα της είναι αυτό που πονάει. Η ψυχή της είναι μία ανοιχτή πληγή που αιμοραγεί χρόνια τώρα. Μόνο που τις τελευταίες μέρες το μαχαίρι μπαίνει όλο και πιο βαθιά στην πληγή και ο πόνος γίνεται αφόρητος. Χθες το βράδυ οι μαχαιριές άρχισαν να κομματιάζουν και την σάρκα της.
Τόλμησε να διαφωνήσει, τόλμησε να υψώσει τη φωνή. Τόλμησε να διεκδικήσει. Τόλμησε να κάνει αισθητή την μέχρι τώρα ανύπαρκτη παρουσία της. Και η ανταμοιβή; Για άλλη μια φορά ο άντρας ο βαρύς απέναντί της. Νευριασμένος και νευρικός. “Σκάσε” της είπε “Σε παντρεύτηκα να με υπηρετείς και όχι να μιλάς, σε πληρώνω να είσαι η μάνα των παιδιών μου και η δασκάλα τους όχι η δικιά μου, σε πληρώνω για να είσαι η πόρνη στο κρεβάτη και όχι η ερωμένη μου, σε πληρώνω να υπακούς με ραμμένο το στόμα και όχι με ανοιχτό. Εγω κάνω κουμάντο εδώ μέσα, εσύ απλά υπάρχεις να μιλάς με την αδειά μου, τιποτένια.”
Ξεσπάει σε λιγμούς λέγοντας στον καθρέφτη της. “ Που ήμουν όλα αυτά τα χρόνια; Μήπως σε κάποιον δρόμο που έτρεχα ψάχνοντας τον έρωτα που γνώρισα πριν είκοσι χρόνια και έχασα τον εαυτό μου; Να αλλάξω δρόμο ή μήπως είναι πολυ΄αργά πιά;”