Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Θεογονία // Αγγελική Ζευγολάτη

«Γυμνή Μάχα» ~ Φρανθίσκο Γκόγια

Τραβήχτηκα πέρα από τις ματωμένες πέτρες, και είδα μπροστά μου το περίγραμμα του ορεινού ανάγλυφου του εδάφους.
Γυναίκα ξαναμμένη, στεκόταν κάτω από τον ήλιο, με πόδια σφιχτά μπουρδουκλωμένα, φυλάκιζε την ηδονή και ζητούσε να τη ζυγώσω.
Τα στήθη της, στητά, έσταζαν γάλα και μέλι.
Τα απόκρημνα φαράγγια, υγρές πληγές μέσα στα σκέλια των βουνών, επικονιάζονταν από τα έντομα, τα πουλιά και τον άνεμο, που έψαχναν σε αυτά να διεισδύσουν ή να καταφύγουν, με επιδεξιότητα έμπειρου εραστή.
Ζήλεψα. Μπήκε μέσα μου ο Σατανάς. Ένιωσα τις ενορμήσεις μου να δημιουργούν συμπαντικό Χάος. Έβλεπα μπροστά μου τη Γη, τον Έρωτα και τον Θάνατο, αλλά υπερίσχυα εγώ.
Ζητούσα να την κάνω δικιά μου, με μανία και λύσσα φρενοβλαβή.
Σαν ατάλαντος επιβήτορας, επιδόθηκα σε αμαρτωλές πράξεις, που – αν υπάρχει Θεός- όσο ευχαριστιόμουν, τόσο με απομάκρυναν από τον εαυτό μου.
Αυτή, εκεί, ατάραχη, ενόσω συνέβαινε σεισμός και τα βράχια, ως ξερή και άμοιρη ψυχή, κλυδωνίζονταν.
Αυτή εκεί, χωρίς καμία διάθεση να αντισταθεί στη μανία μου, πράγμα που με έκανε να νιώθω όλο και πιο ματαιωμένος -και γι'αυτό πιο εξαγριωμένος- μετά από κάθε, δήθεν, κατακτητική πρακτική που ακατάπαυστα εξασκούσα.
Ξάφνου με έπιασε τρόμος. Σηκώθηκα να φύγω, εγώ με το μεγάλο Εγώ, το παληκαράκι της φακής. Απομονώθηκα στο Έρεβος. Έγινα ηδονοβλεψίας της ζωής.
Δική μου ήταν πλέον η απόφαση, αν θα επέστρεφα στο Φως ή αν θα έβγαζα τα μάτια μου με τις χρυσές της πόρπες. Αυτή είχε, ούτως ή άλλως, αποδειχθεί ισχυρότερη από την Ιοκάστη.