Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

Δεν ξεχνώ .. .. ..


Ο ΝΕΚΡΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ


Ερίζωσα μέσα στη γη
μάνα μου τόσους χρόνους
το κλάμα σου νερού πηγή
τζιαί έφκαλα τζιαί κλώνους

Λίπασμαν εν το γαίμα μου
στο χώμαν που σιονώθην
τζιαί του κορμιού τα κόκκαλα
που πόνον πκιόν δεν νοιώθει

Σε μιαν πατρίδαν λέφτερην
παρηορκάν εν νάβρω
χαράς μαντάτον να δεκτείς
τζι όι χαπάριν μαύρο

Έλα τζιαί κάτσε στον οσσιόν
που κα στη φυλλωσιάν μου
να πνάσει η ψυσιή μου πκιόν
ναν χάδιν η δροσιά μου


ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Γαίμα: αίμα
Σιονώθην: χύθηκε
Οσσιόν: σκιά
Που κα: Από κάτω
Να πνάσει: να ξεκουραστει

~

ΧΡΥΣΟΠΡΑΣΙΝΟ ΦΥΛΛΟ

Συνέβη τότε, άξαφνα
στην κάψα του Ιούλη
στην κάψα των ερώτων μας
εδάκρυσε το γιούλι

'Αλλος περπάτησε από δω
άλλος ΄πο κει, πιο πέρα
Ανθρώποι γίνηκαν πουλιά
εκείνη τη Δευτέρα

Τα μάτια μας εμαύρισαν
μέσα σε μια νυχτιά
τζαι ήρωες γινήκαμε
μέσα στη συμφορά

Δεν ξέρω μάνα μ΄ να σου πω
τι πίκρανέ με τόσο
Πού ΄γινε ο φίλος μου εχθρός
για που΄ταν να ματώσω

Έτρεμε η γης τζαι εσιότανε
΄πο φάλαγγες αρμάτων
Για να΄ταν απ΄το κλάμα μας
ημών των αθανάτων

Τζαι η ντροπήν εντράπηκε
τούτην την περηφάνεια
που χερικό δεν άφηνε 
 για μέλι τζαι για γάλα

Μάσαμε τόλμη τζαι ορμήν
γεννήσαμε παιδιά
Τον κεραυνό κρατήσαμε
βαθιά μες στην καρδιά

Λιμνιώνα σε ορίσαμε
Νύμφη μας λατρεμένη
Κερύνεια τζ΄ Αμμόχωστο
Πατρίδα πονεμένη

Ανάστημα ορθώσαμε
“Χτυπήστε μας κι εδώ”
τα χείλη μας λαλήσανε
κρατώντας το Σταυρό

Τον μαυρισμένο Ουρανό
γυρίσαμε με αγάπη·
με δάφνες σε χωρέσαμε
στου κόσμου την αγκάλη


Αγγελική Ζευγολάτη

~

ΚΥΠΡΙΑ ΜΑΝΑ

Το καλοκαίρι γυρνούσαν οι στρατιώτες
στα δρομάκια, βαστώντας βαριά τα όπλα
ιδρωμένοι, κοιτώντας μ' άγρια μάτια
τις άδειες αυλές, ζηλεύοντας τους ίσκιους
απ' τα φορτωμένα κλήματα και τις μουριές.

Τα παράθυρα κλειστά,
μανταλωμένες οι πόρτες
και οι γλάστρες γεμάτες
μαραμένα κίτρινα φύλλα
που θρόιζαν, τρομαγμένα κι αυτά
απ' τα βήματα.

Οι γάτες που απέμειναν
στα σφραγισμένα σπίτια
όρθωναν μ' ανατριχίλα τις τρίχες,
έχοντας πρόσφατη
τη μυρωδιά απ' το αίμα.

Τα πουλιά σταματούσαν το τραγούδι
κι οι γρύλοι απέμειναν βουβοί
στα θερισμένα χωράφια.

Τούτος ο εφιάλτης της Κύπριας μάνας
ξανά και ξανά τις νύχτες
την πνίγει, την ξυπνά.

Κι απομένει βογκώντας στο στρώμα
πέρα στην ξένη τη γη
τόσα χρόνια μετά.

Μαρίνα Αντωνίου

Συλλογή Σκοτεινά Μονοπάτια - 2004

~

~Πιστή μα σκλαβωμένη~


"Χρόνια και αν περάσανε, ο νους
μας δε ξεχνάει,
πως ο Αττίλας έκοψε, στα δύο
το κορμί σου,
κανένας τους δεν άκουγε, κραυγές
και μοιρολόγια,
μα μόνο εμείς θελήσαμε να μείνουμε
μαζί σου.

Βαθιά είν' τούτη η μαχαιριά, πληγή
παντοτινή,
μέσ' στη ψυχή μας βάρος, ασήκωτο
θαρρώ,
δικαίωση ζητάνε, οι νεκροί σου
οι πολλοί,
τα χρόνια όμως περνάνε, τοπίο
μουντό θολό.

Λόγια πολλά ακούστηκαν επάνω
στο κορμί σου,
μα ΄συ ακόμα κείτεσαι σκυφτή
και λαβωμένη,
εκεί που σε αφήσανε οι Φράγκοι
κι ο Αττίλας,
να προσδοκάς Ανάσταση, πιστή,
μα σκλαβωμένη."


Θανάσης Καλλονιάτης

~

Σαν σήμερα γιορτή του Προφήτη Ηλία έγινε η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο.Μία μέρα σταθμός στην ιστορία της Κύπρου με πολλές συνέπειες ,αφήνοντας πάμπολλες πληγές ανοικτές,πού ακόμα μετά από 47 χρόνια αιμορραγούν.
Πολλές κακές αναμνήσεις στριφογυρίζουν στο μυαλό μας.Αξέχαστες και πρωτόγνωρες εμπειρίες ,μας σημάδεψαν την ζωή.
Πόνος ,δάκρυα,προσφυγιά,εγκλωβισμός,μα το χειρότερο οι ψυχές πού χάθηκαν στον βωμό για την υπεράσπιση της πατρίδας.47 χρόνια άταφα , σκορπισμένα στον Πενταδάκτυλο κ σε κάθε απόμερο μέρος των κατεχομένων.
Αιωνία η μνήμη τους!πάντα θα ζούν στις ψυχές μας!με την θυσία τους ,τώρα μπορούμε να ζούμε ,εστω στή μισή Κύπρο ελεύθεροι στο σώμα, μα η ψυχή μας σκλαβωμένη....έμεινε να κοιτάζει στον βορκά εκεί που άφησε τα κομμάτια της.Περιμένει πότε να πάει ξανά να τα βρεί , ίσως τα ξανακολλήσει.....
Σήμερα οι μνήμες και οι αναμνήσεις,ανεβαίνουν στον Πενταδάκτυλο και φτάνουν στις ακτές της Κερύνειας,φτάνουν στά σκλαβωμένα χωριά μας,φτάνουν στο πατρικό μας σπίτι.
Ποτέ δεν ξεχνούμε.Οι μνήμες είναι πάντα ζωντανές στις ψυχές μας και μας θυμίζουν για 47 χρόνια τις τραγικές μέρες της εισβολής.

20 Ιουλίου 1974

Μέρες οργής και οδυρμού,
μέρες θλίψης και στεναγμού,
μέρες αγωνίας και άγριου ξεριζωμού,
μέρες του βάρβαρου επεκτατισμού.
Πώς πέρασαν τα χρόνια;;;
μα οι θύμισες κρατούν μισό αιώνα,
στην ψυχή χαραγμένες,
με ανεξίτηλο μελάνι γραμμένες.

20 Ιουλίου 1974

Μαύρη μέρα ,θλιβερή,
μέρα φαρμακωμένη,
με μαύρα γράμματα γράφτηκε,
κι είναι σημαδεμένη.
Αλλιώτικη ήταν η Ανατολή,
πού είχε ξημερώσει,
νέφος ,καπνός και σκοτεινιά,
την είχαν αμαυρώσει.
Χλώμιασε ο ήλιος την αυγή,
μα δεν ήταν καταιγίδα,
ο ήλιος χλώμιασε,
άπ´τις ορδές του βάρβαρου Αττίλα.
Της αυγής τα χρώματα,
έχασαν την γλυκάδα,
μαύρος καπνός την έζωσαν,
η μέρα Αποφράδα.
Τον ήλιο τον εθάμπωσαν,
τούρκικα αεροπλάνα,
φωτιές μεγάλες άναψαν,
αλλάξανε τα πλάνα.
Σκοτείνιασε ο ουρανός,
φωτιές μεσουρανούσαν,
τα δάση εκαιγόντουσαν,
και οι ψυχές πονούσαν.
Καυτό το καλοκαίρι,
το γιασεμί ,το αιγιόκλημα,
λεμόνανθοί σκορπούσιν,
το άρωμα μεθυστικό,
παντού μοσχοβολούσιν.
Ολόδροση η θάλασσα,
καυτό το καλοκαίρι,
ανήξερη για το κακό,
που έμελλε να φέρει.
Έναν όμορφο παράδεισο,
στο μάτι τον εβάλαν,
κι απόβαση εις τα κρυφά,
στο πέντε μίλι εισβάλαν.
Πρώτο πλήγμα.
Κτυπήσαν την Κερύνεια μας...
πονεί κι αναστενάζει,
υψώνει τα χέρια της ψηλά,
βοήθεια φωνάζει.
Σπαράζει η Κερύνεια μας,
όλα τα βλέπει μαύρα,
κτυπούσιν ανελέητα,
σκοτώνουν παλληκάρια.
Η Κερύνεια νύφη του βορρά,
κλαίει και δακρύζει,
βλέπει το μισοφέγγαρο,
σαν δρεπάνι θερίζει.
Στα γραφικά ακρογιάλια της,
όνειρα σκοτωμένα,
μέσα στην άμμο κείτονται,
στα φύκια μπερδεμένα.
Τα σκοτωμένα όνειρα,
κείτονται σκορπισμένα,
αντί να έχουνε χαρές,
είναι πια πεθαμένα.
Κερύνεια νύφη του βορρά,
με τις ακρογιαλιές σου,
σε κρέμασαν εις το σταυρό,
παιδιά και αδελφές σου.
Μαζί με την Αμμόχωστο,
Μόρφου και Καρπασία,
πληρώνετε το τίμημα,
για όλη την προδοσία,
47 χρόνια βρίσκεστε,
μέσ´τη αιχμαλωσία.

Αντρούλλα Θεόκλη Νικηφόρου
20 Ιουλίου 2021

~

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ

Αμμόχωστος πόλη του Ευαγόρα,
και των Ελλήνων καύχημα,
πόλη της Μεσογείου,
που ήσουνα παράδειγμα,
άπειρου μεγαλείου!
Άνανδρα και ύπουλα,
την πόλη την πατούνε,
τώρα για δεύτερη φορά,
ξανά λεηλατούνε.
Μιά πόλη πανέμορφη,
με όμορφα στολίδια,
ερημωμένη έμεινε,
να σέρνονται τα φίδια.
Έγινε πόλη φάντασμα,
κρύφτηκε στο σκοτάδι,
η μόνη της παρηγοριά,
της θάλασσας το χάδι.
Χωμένη μέσ´τη αμμουδιά,
σφραγίζει την σιωπή της,
νοσταλγικά επιθυμεί,
την πρώτη τη ζωή της.
Όλοι ποθούν τον γυρισμό,
πάλιν στα χώματα τους,
μα οι Τούρκοι άλλα σχέδια,
έχουν μέσ´τά μυαλά τους.
Μπήκαν ξανά άνανδρα,
την πόλη για να πιάσουν,
έτσι τόσο εύκολα,
χωρίς να κοπιάσουν.
Πόνος ,λύπη και θυμός,
με αυτή τους την πορεία,
κανείς δεν αντιστέκεται,
να δώσει τιμωρία.
Πίκρα μαζεύει η ψυχή,
μας πνίγει η αδικία,
μιά πόλη ΕΛΛΗΝΙΚΗ,
να γίνεται θυσία.
Η Αμμόχωστος εδάκρυσε,
τις σάρκες της ,τες σχίζουν,
τα κόκκινα μισοφέγγαρα,
στις στράτες κυματίζουν.
Μπήκαν με μηχανήματα,
γδέρνουν ξανά τις στράτες,
και άπ´αρχής γδέρνουν ψυχές,
για όλες τις απάτες.
Ξεδιάντροπα και άσκεφτα,
χωρίς ίχνος ντροπής,
χαζεύουν ,χαϊρετίζονται,
τα φρικτά ,της βάρβαρης κατοχής.
Κτίρια,όρθια μα ξεψυχισμένα,
χρόνια περάσανε πολλά,
έχουνε πιά ραγίσει,
μα όνειρα ανεκπλήρωτα ,
έχουν εκεί κολλήσει.
Συρματοπλέγματα παντού,
κλειδώσανε την πόλη,
σε βάρος της να παίζουνε,
το γύρω γύρω όλοι.
Σε βάρος της στήσανε,
πολιτικό παιχνίδι,
και έτσι ερήμωσε ,
της Κύπρου το στολίδι.
Πονάει η ψυχή μας Αμμόχωστος,
πόλη του Ευαγόρα,
πονάει και συμμερίζεται,
τον πόνο σου ,όλη χώρα.
Χώσου στη άμμο Αμμόχωστος,
σαν σπάνιο κοχύλι,
χώσου στην άμμο Αμμόχωστος,
απο του εχθρού την δίνη.
Ο πόνος και η κραυγή,
τρυπώνουν στην ψυχή μας,
ως πόσο η αδικία αυτή,
θα ζεί μέσ´τη ζωή μας;;;;

19/7/2021

Αντρούλλα Θεόκλη Νικηφόρου

~

Η μάνα του αγνοούμενου

Τον γιό της τον ανάγιωννε,
με χίλιες δυό στερήσεις,
στον πόλεμο τον έπεψε,
όταν ξεσπάσαν κρίσεις.
Λάμνε παιδί μου στο καλό,
και γύρνα με τη νίκη,
ο πόλεμος είναι φοβερό,
είναι μιά σκέττη φρίκη.
Την ευτζιή της έδωκε,
τζιαι σφιχταγκάλιασε τον,
μέσα στα μμάθκια βλέπει τον,
τζιαι γλυκοφίλησε τον.
Τα μμάθκια της βουρκώσανε,
μα έσφιξε την καρκιά της,
να μεν την δεί ο γιόκκας της,
που αφτένναν τα λαμπρά της.
Ο γιός ντυμένος στο χακκί,
την μάνα σιερετά την,
τζι ένα φιλί στο μάγουλο,
σσιήφκει τζιαι φιλά την.
Παρήγορος ο λόγος του,
την μάνα του ένοιωσε την,
μέσα στ' αγκάλια του σφικτά,
τζιαι παρηόρησε την.
Μάνα κράτα καλά,να καρτεράς,
τζιαι δώσμου μου την ευτζιή σου,
τζιαι φρόντισε μανούλα μου,
τζιαι σούνη την ζωή σου.
Μαζί σου πάντα να κρατάς,
τούντη φωτογραφία,
να βλέπεις τζιαι να εύχεσαι,
να έχω την υγεία.
Μπαίνει στο αυτοκίνητο,
δεκαοχτώ χρονών κοπελλούι,
την μάνα του ποσιερετά,
με το στρατιωτικό το καππελλούι.
Η μάνα του ξεχείλησε,
τα μμάθκια της ετρέξαν,
τα δάκρυα αλμυρόπικρα,
μέσ'την ποδκιά της τρέξαν.
Προς την Τζιερύνεια έφυε,
ο γιός να πολεμήσει,
τζιαμέ που ήταν το κακό,
ήταν μεγάλη η κρίση.
Τα λαμπρά εφαίνουνταν,
στον ουρανό εφκήκαν,
η φύση ούλλη εμαύρισε,
τζιαι τα δεντρά καήκαν.
Που το χωρκό της η μάνα του,
έβλεπε τζιαι λυπάτουν,
που νάναι άραγε ο γιόκκας μου,
ούλλο μοιρολοάτουν.
Ούτε νερό , ούτε ψουμί,
στο στόμα της δεν βάλλει,
τα σιείλη της εκρούσασιν,
την πίστη της την χάννει.
Μιάλο κακό εξέσπασε,
μέσα εις την Τζιερύνεια,
στο πέντε μίλι φκαίνουσιν,
οι Τουρτζιοι που τα πλοία.
Οι μάχες συνεχόμενες,
τους τούρκους εμποδίζουν,
τ' αεροπλάνα ρίχνουσιν,
πόμπες τζιαι βομβαρδίζουν.
Η μάνα συντρομάσσεται,
κλαίει τζιαι νεκαλιέται,
τον γιό της όμως καρτερεί,
μα όμως εν μιλιέται.
Κρατά την φωτογραφία του,
μέσα στα δκυό της σιέρκα,
στα σιείλη παίρνει τζιαι φιλά,
πίσω για να ρτει καρτερά.
Η αγωνία στην ψυσιή,
κρατά καθηλωμένη,
εις την καρέκλα κάθεται,
έτσι αποσβολωμένη.
Η Τζιερύνεια έππεσε,
εις του οχτρού τα σιέρκα,
άκουσε η μάνα του,
τζιαι μπήξαν της μασιαίρκα.
Ο γιός μου εν εστράφηκε,
σκέφτεται, συλλοάται,
βάλλει στο νού της το κακό,
τζιαι μέσα της φοάται.
Έτσι κακό που γίνηκε,
μέσα εις την Τζιερύνεια,
ο γιός μου κόμα να στραφεί,
κρούζει, φωθκιά ,καμίνια.
Τζιαι καρτερά, τζιαι καρτερά,
κρατά την φωτογραφία,
στα οδοφράγματα ρωτά,
ρωτά με αγωνία.
Σαράντα εφτά χρόνια ρωτά,
απάντηση καμμία,
αν είχε μάτια και μιλιά,
θα δάκρυζε η άψυχη φωτογραφία.
Τα πόδκια σέρνει αργά αργά,
έχουν κι αυτά γεράσει,
τον γιό της για να καρτερεί,
μην έρθει και τον χάσει.
Τα λογικά της άρχισε,
λίγο πιά να τα χάνει,
μα τον γιό της τον λεβλεντη της,
ποττέ δεν τον ξιχάνει.

Αντρούλλα Θεόκλη Νικηφόρου

~

ΠΙΚΡΗ ΘΥΜΗΣΗ

Έτσι θέλω να θυμάμαι
τα μάτια σου
Γεμάτα φως στα σκοτάδια του κόσμου
Έτσι θέλω να θυμάμαι
την καρδιά σου
Γεμάτη αγάπη
κι εγώ μέσα βασίλισσα
Κι όμως θυμάμαι
το απρόσμενο τέλος
με μια τούρκικη σφαίρα
στην ωραία καρδιά σου
κι εγώ λαβωμένο πουλί
να σπαρταρώ μέσα στο αίμα σου
Αδειάσαν τα μάτια από φως
κι έγινε βαθύ σκοτάδι η ζωή
να μου φωνάζει πως

οι απέναντι δεν είναι αδέλφια μου

ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ