Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

Ωκεανίδες φίλησαν τα χέρια μου // Νίκος Μοσχίδης


"Αυτά είναι τα μάτια μου,
όσα μπόρεσα να δω πεφταστέρια που χάθηκαν,
στου σύμπαντος την μεταμόρφωση και αταξία.
Μάτια που σχεδίασαν με φωτεινές πορείες μια ζωγραφιά.
Μπόρεσαν να νικήσουν αποστάσεις και χρόνους,
στης παρθενίας την γέννα.
Σαν τοξότες με βέλη κόψανε τον ομφάλιο λώρο.
Σαν ζυγαριά ισοσταθμισαν των δίδυμων οραμάτων
τον μέσα και έξω κόσμο
κι αθώωσαν την αλήθεια,
κι ελευθέρωσαν τα ρευστά όνειρα,
όπως και η Νεφέλη Ωκεανίδα,
εύπλαστη στα χέρια του Θεού,
με τον φτερωτό πολυορκιτικο Κριό,
(κι αργότερα μυθικού χρυσόμαλλου δέρατος, αφορμή για τοσες περιπέτειες)
αλωνει της ζήλιας την χώρα,
την φυλακή του μίσους
κι ελευθερώνει τα παιδιά της,
που φεύγουν και
πλέουν προς τις μεγάλες περιπέτειες τών δραπετών,
στο πέρασμα των μακρινών ταξιδιών προς την σωτηρία,
στην λυτρωμενη ψυχή μπρος στου Ελλησπόντου την πτώση.
Φυγαδευμενα
στην άγρια,
μα και γεμάτη έλεος αγκαλιά του Ποσειδώνα,
στων καναλιών την αμφίδρομη πορεία
και της κλειστής μαύρης Θάλασσας
ελευθερία εκτείνοντας προς τις άπειρες χρυσές ακτές
του γαλάζιου Αιγαίου.
Από Συμπληγάδες πέτρες
πέρασα και το περιστέρι πρόλαβα.
Σε νικητήρια καράβια,
της ειρήνης τα λευκά πανιά ενθυμούμενος ύψωσα,
παρότι τον μαγικό Δρύ δεν σταμάτησα ν'αφουγκραζομαι
και του απελπισμένου Αιγέα την αναστημένη χαρά αναβίωσα,
απ' τους άθλους των ηρώων
και την απελευθέρωση από σκοτεινούς λαβύρινθους.
...............
Αυτά είναι τα πόδια μου ,
ότι πρόλαβα απ'την χοάνη του χρόνου να σώσω,
όπως της αγάπης τα χιονισμένα μαλλια,
με τις βαθιές χαραματιες βραχνων δίσκων στην διαδρομή ενός βέλους,
ανήμπορο να χτυπήσει το ποθητό σημείο και νόημα.
Περιστρέφεται ακίνητο στου κόσμου την γυροβολια εξυμνωντας τις διαφωνίες κι εναρμονίζοντας τα όρη και τις κοιλάδες,
την αφταστη κι ανεξερεύνητη εξίσωση της αγάπης.
Το γλυκό παράπονο της,
την αλμυρή θαλάσσια άπειρη και λυτρωτικά ωκεάνια θλίψη των δακρύων της,
την λησμονια της όταν αναπάντεχα βρίσκει άλλο ένα σωτήριο μονοπάτι,
ανασταινοντας τον αρχικό ήρωα και κάνοντας τον
πιο σοφό
και βαπτιζοντας τον στο καθαρτήριο του υπερπέραντος,
το προοδευτικό σβήσιμο της,
καθώς οι σιωπές της προσπαθούν να πουν το μεγαλύτερο μυστικό της
να ζει σαν νερό και ήλιος στα νέα άνθη,
τον παιδιάστικο θυμό της που δεν πρόλαβε ή δεν μπόρεσε ν'ανεβει στο άλογο άλογο της
να τριποδισει ελεύθερο δραπετεύοντας από την φυλακή του χωροχρόνου.
...............
Αυτά είναι τα χέρια μου,
χέρια που αγκάλιασαν με αγάπη
της νιότης την εύπλαστη αδέσμευτη
ουσία του αιθέρα,
χέρια κεραίες που συλλαμβάνουν το αίνιγμα του κόσμου,
που φορτίζουν
τα ρεύματα των υψιπεδων με μυστικά,
στης θολής αχλής,
τους ανακουστους ψυθηρους.
Χέρια πλατανοφυλλα προσηνη και φιλόξενα στων ανέμων τα καπρίτσια,
ευπρόσδεκτες σκιές που παίζουν με τον ήλιο σ'ένα άγραφο λευκό πανί στων θεάτρων την πρώτη καταγεγραμμένη ιστορία του κόσμου,
την δικιά τους ιστορία,
αρνουμενα να γίνουν ταναλιες,
πριν γίνουν κλειδιά,
που γλίστρησαν απαλά ανεμπόδιστα,
σαν πνεύματα μέσα απο τοίχους,
στο ημίφως της τρυφερότητας,
σαν έλκηθρα από λόφους,
προς φιλόξενες κοιλάδες,
σε παραδεισιες χαράδρες, υγρές απ'των υπόγειων νερών την αναβλιζουσα περιπέτεια.
Χέρια που γίνανε μαγικά,
απ'τον ανάστροφο περίπατο στην πλάση.
Τα βάζω στα κλειστά μου μάτια και βλέπουν,
τ'ακουμπω στα κουρασμένα πόδια μου και στέκουν.
Δεν είναι χέρια δικά μου,
δεν είμαι γω,
ανήκουν στην αθανατη μνήμη των χαδιων μας,
ανήκουν στην ορμή που έσπασε το δωμάτιο με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες,
θέλησε να γλιτώσει απ'του εγώ την φυλακή,
εθελοντικά εκπαραθυρωθηκε απ' τα παραπλανητικά είδωλα,
και τριγυρνά μέσα από αυτοσχέδιες διαβάσεις
στην άστεγη πλάση.
Νιώσ' τα,
έχουν εμφασεις και Πυθιες μοίρες.
Δεν είναι δικά μου είναι πνοες του κόσμου.
Μπορώ μ'αυτα να ξυπνω την καρδιά μου.
Επιτέλους μπορώ μ'αυτα να μ'αγαπω
γιατί με κρατούν
τρυφερά
στην αγκαλιά του κόσμου."