Όλου του κόσμου τα άσεμνα...στα χρόνια τα παράξενα
τα μάτια του κοιτάξανε...ένα πρωί τ'οκτώμβρησε κούφια γη, μικρό σπυρί χωρίς νερό να θρέψει
μικρό παιδί το άφησαν...στο μαύρο για να παίξει
μικρό παιδί το άφησαν...στο μαύρο για να παίξει
χαρά του δείξανε...για δες...να είναι άλλοι υπό του..
και γίνε σκύλος φύλακας στον ίδιο το βοσκό του
και γίνε σκύλος φύλακας στον ίδιο το βοσκό του
με ένα ξερόψωμο..νερό και που και που να πίνει
σε μια γωνιά και μια ματιά να παίρνει και να δίνει
σε μια γωνιά και μια ματιά να παίρνει και να δίνει
να νιώθει ασφάλεια πολύ μα στο μυαλό του μόνο
να λέει είμαι δυνατός και να αψηφά το πόνο
το βάπτισαν μέρα υγρή σε'να έρημο ξωκλήσι
μα έξω τον παράτησαν ο Ήλιος πριν να δύση
του δώσαν ένα πήραν δυο του τάξαν χίλια δεκαδυο
του δώσαν πέντε πήρε εφτά μα πληρώσετα και αυτά
αέρα γη εδώ και εκεί σαν πέντε άνεμοι σε έναν
φωτιά νερό πως να είναι εδώ
άσεμνα χρόνια ..τι να δω?
άλλα μου είπαν άνθρωπε μ'άλλα εχουν καμωμένα
να λέει είμαι δυνατός και να αψηφά το πόνο
το βάπτισαν μέρα υγρή σε'να έρημο ξωκλήσι
μα έξω τον παράτησαν ο Ήλιος πριν να δύση
του δώσαν ένα πήραν δυο του τάξαν χίλια δεκαδυο
του δώσαν πέντε πήρε εφτά μα πληρώσετα και αυτά
αέρα γη εδώ και εκεί σαν πέντε άνεμοι σε έναν
φωτιά νερό πως να είναι εδώ
άσεμνα χρόνια ..τι να δω?
άλλα μου είπαν άνθρωπε μ'άλλα εχουν καμωμένα

