Συντρόφισσες, παιδούλες άμεστες οι "εσμιχτές"
απ' του σχολειού τα πρώτα χρόνια, δειλά ν'ανταμοσμίγουν
και τη φιλία, δεμένη για πάντα την κρατούν
ως τα ρυτιδιασμένα χρόνια, που απ' τη ζωή θα φύγουν.
Αχάραγα πριν φέξει στον κόσμο ανατολή
οι εσμιχτές τη στράτα παίρνουν για να παν στα σκίνα
την κόρη να μαζώξουν, μην τύχει ήλιος και τη δει
να μείνει κάτασπρη, να μοιάζει σαν της Παναγιάς τα κρίνα.
Το δέντρο "ρινίζουν" κι από καρδιάς αιμορραγεί
το αίμα του παράπονο, στις πληγές τις χαραγμένες
μα γιατρικό ζωής, που επουλώνει τις " κεντιές"
δάκρυ ευχής, στις μέρες του καλό καιρού, τις φυλαγμένες.
"Δρομόνισμα", κοσκίνισμα με το ψιλό "σταρκό"
να ξεχωρίσει το ξένο, τ'άχρηστο το "φροκαλίδι"
με το βελόνι κέντημα, σαν σταυροβελονιά
να μείνει η κόρη ξέχωρη, πολύτιμο στολίδι.
Δάκρινο απόσταγμα απ' του σκίνου την πληγή
υγρό διαμάντι του φυτού, μ'ευλάβεια το μαζώνουν
από λευκό, χωμάτινο σεντόνι νυφικό
που στης ευλογημένης μαστιχιάς τις ρίζες, το στρώνουν.
"Βεγγέρες", με μαστίχα να ζυμώνουν τη ζωή
στα μυρωμένα, στον κόσμο ξακουστά Μαστιχοχώρια
νησιώτισσα η μαστιχιά, ρίζα ελληνική
απ' την πατρίδα της, τη Χιώτικη γη δεν κάνει χώρια.

